Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζηλευτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζηλευτής — ο (Μ ζηλευτής) [ζηλεύω] μιμητής, θαυμαστής, ζηλωτής μσν. αυτός που εκδικείται … Dictionary of Greek
ζηλευταί — ζηλευτής masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)